μαχᾶν

μαχᾶν
μάχη
battle
fem gen pl (doric aeolic)
μαχάω
wish to fight
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
μαχάω
wish to fight
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
μαχάω
wish to fight
pres part act masc nom sg (doric aeolic)
μαχᾶ̱ν , μαχάω
wish to fight
pres inf act (epic doric)
μαχάω
wish to fight
pres inf act (attic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μάχαν — μάχᾱν , μάχη battle fem acc sg (doric aeolic) μάχᾱν , μαχάω wish to fight imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μάχᾱν , μαχάω wish to fight imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαχάν, Άλφρεντ Θάγιερ — (Alfred Thayer Mahan, Γουέστ Πόιντ 1840 – Ουάσινγκτον 1914). Αμερικανός ναύαρχος και ιστορικός. Πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια, κυρίως κατά την πρώτη εικοσαετία της υπηρεσίας του στο πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ, και αργότερα το ενδιαφέρον του… …   Dictionary of Greek

  • Σωρίτις — ίτιδος και Σωρεῑτις, είτιδος, ἡ, Α προσωνυμία τής Δήμητρος, που χάριζε σωρούς από σιτηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωρός + κατάλ. ῖτις (πρβλ. Μαχαν ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • έρως — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Γεννήθηκε από το Χάος και τη Γαία, όπως αναφέρει ο Ησίοδος στη Θεογονία του, ή κατ’ άλλους από τον Τάρταρο και τη Νύκτα. Τον θεωρούσαν τον ωραιότερο μεταξύ των αθάνατων θεών και τον φαντάζονταν ως παιδάκι (τον παρίσταναν …   Dictionary of Greek

  • μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… …   Dictionary of Greek

  • πηνίτις — Επωνυμία της θεάς Αθηνάς στην αρχαιότητα, με την οποία λατρευόταν για την επίδοσή της στις τέχνες. Προέρχεται από τη λέξη «πηνίον» (= αδράχτι) και σημαίνει την υφάντρια. * * * και δωρ. τ. πανῑτις και πανᾱτις, άτιδος, ἡ, Α (ως επίθ. τής Αθηνάς) η… …   Dictionary of Greek

  • τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …   Dictionary of Greek

  • φαλαρίτις — ίτιδος, ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που έχει φάλαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαρα + κατάλ. ῖτις (πρβλ. Μαχαν ῖτις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”